- καταγάλανος
- η , ο очень голубой, лазурный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
καταγάλανος — η, ο ο εντελώς γαλανός, αυτός που έχει έντονο γαλάζιο χρώμα («καταγάλανος ουρανός») … Dictionary of Greek
καταγάλανος — η, ο πολύ γαλανός: Έχει μάτια καταγάλανα. … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ολογάλανος — η, ο καταγάλανος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ολ(ο) * + γαλανός. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek